οκταπλασιάζω

οκταπλασιάζω
και οχταπλασιάζω (ΑΜ ὀκταπλασιάζω) [οκταπλάσιος]
καθιστώ κάτι οκτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο, πολλαπλασιάζω επί οκτώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οκταπλασιάζω — και οχταπλασιάζω οχταπλασίασα, οχταπλασιάστηκα, πολλαπλασιάζω κάτι με το οχτώ, κάνω κάτι οχταπλάσιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οχταπλασιάζω — οκταπλασιάζω και οχταπλασιάζω, οκταπλασίασα και οχταπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀκταπλασιασθεῖσαι — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part pass fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαντας — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαντες — ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκταπλασιάσαι — ὀκταπλασιά̱σᾱͅ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight fut part act fem dat sg (doric) ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor inf act ὀκταπλασιάσαῑ , ὀκταπλασιάζω multiply by eight aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”